περισυνάγω

περισυνάγω
ΜΑ [συνάγω]
1. συγκεντρώνω κάτι γύρω από κάτι άλλο ή από κάποιον
2. συγκεντρώνω διασκορπισμένα μέρη ενός συνόλου, συναθροίζω από παντού σε ένα μέρος, περισυλλέγω, συμμαζεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περισυναγωγή — η, Ν περισυλλογή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισυνάγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Α.Π. Κεραμέα] …   Dictionary of Greek

  • περισύναγμα — ατος, τὸ, Μ [περισυνάγω] η περισυναγωγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”